κωπευω

κωπευω
    κωπεύω
    приводить в движение ударами весел
    

(βᾶριν Anth.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "κωπευω" в других словарях:

  • κωπεύω — (Α) [κώπη] 1. κωπηλατώ 2. φρ. «κεκώπευται στρατός» ο στρατός έχει το χέρι στη λαβή τού ξίφους, είναι έτοιμος να πολεμήσει …   Dictionary of Greek

  • κεκώπευται — κωπεύω propel with oars perf ind mp 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κωπεύεις — κωπεύω propel with oars pres ind act 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κώπη — η (AM κώπη) το κουπί αρχ. 1. λαβή εργαλείου ή άλλου αντικειμένου, χερούλι 2. παροιμ. «παραπέμπειν ἐφ ἔνδεκα κώπαις» συνοδεύω με όλες τις τιμές. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται πιθ. με το κάπτω* και με λατ. capulus «κουπί». ΠΑΡ. κωπεών, κωπητήρ αρχ.… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»